αθυσίαστος, -η

αθυσίαστος, -η
-ο αυτός που δε θυσιάστηκε: Τα πραγματικά συμφέροντα της πατρίδας πρέπει να είναι αθυσίαστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αθυσίαστος — η, ο [θυσιάζω] αυτός που δεν έχει θυσιαστεί …   Dictionary of Greek

  • άθυτος — η, ο (Α ἄθυτος, ον και στος, ον) [θύω] αυτός που δεν έχει θυσιαστεί, αθυσίαστος νεοελλ. άσφαχτος αρχ. 1. αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θυσία ή τελετή, άνομος, παράνομος 2. αυτός που δεν είναι κατάλληλος για θυσία ή προσφορά 3. (για θεούς) αυτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”